εκκόλαψη

εκκόλαψη
(AM ἐκκόλαψις)
η έξοδος τού νεοσσού από το αβγό
νεοελλ.
ωρίμανση, εμφάνιση («εκκόλαψη συνωμοσίας»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκκόλαψη — η 1. η έξοδος του νεοσσού από το αβγό. 2. μτφ., η ωρίμαση και εμφάνιση: Η εκκόλαψη της συνωμοσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυρίνος — I Η κοινή ονομασία για την προνυμφική μορφή του βατράχου μετά την εκκόλαψή του, που χαρακτηρίζεται από τη συγχώνευση του κεφαλιού και του κορμού σε ογκώδη μάζα, όμοια με τεράστιο κεφάλι. Οι γ. είναι αποκλειστικά υδρόβιοι και αναπνέουν με βράγχια …   Dictionary of Greek

  • εκκολαπτήριο — το 1. μηχάνημα για εκκόλαψη αβγών 2. τόπος όπου γίνεται η εκκόλαψη …   Dictionary of Greek

  • πισσώδης — (pissodes). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Ζουν στις εύκρατες περιοχές και είναι έντομα ξυλοφάγα. Οι προνύμφες τους προσβάλλουν αποκλειστικά τα ρητινοφόρα δέντρα και προκαλούν ζημιές. Υπάρχουν πολλά είδη π., όπως οπ. του… …   Dictionary of Greek

  • ακιπενσερίδες — (acipenseridae). Οικογένεια ψαριών των γλυκών νερών, που ανήκει στην τάξη των χονδροστέων. Χαρακτηριστικό γνώρισμα για την ταξινόμησή τους είναι ότι έχουν αντί για λέπια σειρές από οστέινες πλάκες. Στη διάρκεια της οντογενετικής τους εξέλιξης, οι …   Dictionary of Greek

  • Πιερίδες — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Εννέα θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πιέρου, και της Ευδίππης. Είχαν συναγωνιστεί τις Μούσες σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στον Ελικώνα και είχαν νικηθεί. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… …   Dictionary of Greek

  • αλευροσκούληκο — Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των τενεβριδών, που ζει στις σιταποθήκες και στους αλευρόμυλους, όπου τα έντομα αποθέτουν τα αβγά τους μέσα στα τσουβάλια με το αλεύρι και οι προνύμφες τους βρίσκουν έτσι άφθονη τροφή αμέσως μετά την εκκόλαψή… …   Dictionary of Greek

  • αμία — (amia). Γένος ψαριών της οικογένειας των αμιιδών. Ζουν στα γλυκά νερά των ποταμών και των λιμνών της Βόρειας Αμερικής, κυρίως όμως στον Μισισιπή. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 0,65 έως 1 μ., ενώ το βάρος τους μπορεί να φτάσει τα 8 κιλά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”